- εὐεργεσίας
- εὐεργεσίᾱς , εὐεργεσίαwell-doingfem acc plεὐεργεσίᾱς , εὐεργεσίαwell-doingfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благодатьство — БЛАГОДАТЬСТВ|О (4*), А с. 1.То же, что благодатиѥ: тъ не точью не ненавидить ре(ч). нъ и бл҃го творить досажающимъ. аще же и никако же се бывающеѥ равно. не точию ||=блг(д)тьства ради превъсходѩщаго. нъ и сана ради привеличьства. (τῆς εὐεργεσίας) … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благодѣяниѥ — БЛАГОДѢ˫АНИ|Ѥ (76), ˫А с. 1.Доброе дело, благотворительность, благодеяние: Аште никоѥго же бл҃годѣ˫ани˫а отъ сего не приимали бышѩ. то въ приношен никако же бышѩ поминаѥмы. (εὐεργεσίας) Изб 1076, 133 об.; такожде и таковыи... кънигы коупѩи. аще… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άγιοι — Ο όρος, με χριστιανική σημασία, χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει τα μέλη της εκκλησίας, τους χριστιανούς. Από τον 2o αι. και ύστερα η εκκλησία ονομάζει α. μόνο τους μάρτυρες (εκείνους που ομολόγησαν τη χριστιανική τους πίστη με μαρτυρικό… … Dictionary of Greek
благодательство — БЛАГОДАТЕЛЬСТВ|О (3*), А с. Благодеяние: и инѣмъ же аще прѣставить твоѥю ст҃остию да отътоудѣ къ намъ иже въ никеи отъ ст҃хъ оц҃ь заповѣдании приидоуть канони. тебѣ издрѩдьно благодательство. тѣмь вьсѣмъ западьныимъ цр҃квамъ б҃жиѥю помощию… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αντευποιία — ἀντευποιία, η (Α) η ανταπόδοση ευεργεσίας … Dictionary of Greek
αποδοσίδι — το [απόδοση] 1. ό,τι οφείλει κανείς να αποδώσει 2. αντικείμενο που παρέλαβε κάποιος από κάποιον άλλον για να το δώσει στον δικαιούχο 3. δώρο σε ανταπόδοση δώρου ή ευεργεσίας 4. ό,τι αποδίδει η γη ή η δουλειά («αποδοσίδια του περιβολιού, τ… … Dictionary of Greek
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά … Dictionary of Greek
επανατείνω — ἐπανατείνω (AM) (Α και ποιητ. τ. έπαντείνω) [τείνω] μσν. μέσ. ανταποδίδω κάτι («ἀντ εὐεργεσίας σοι τὰ ἀνήκεστα τόλμηρῶς ἐπανετείνετο», Μηναία) αρχ. 1. τεντώνω προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά («ἐπανατείνας τὸν τράχηλον, παῑε, ἔφη», Ξεν.) 2. μτφ. παρέχω… … Dictionary of Greek
ευγνωμοσύνη — η (ΑΜ εὐγνωμοσύνη) [ευγνώμων] η αναγνώριση τής ευεργεσίας, το να νιώθει κάποιος υποχρεωμένος για χάρη, ευεργεσία, προσφορά από κάποιον («ευγνωμοσύνη προς τους γονείς, τους δασκάλους» κ.λπ.) μσν. γενναιοδωρία («πολλὰ κειμήλια ἡ ἐκκλησία ἐκ τῆς… … Dictionary of Greek